- σαλονάκι
- το, Ν(με υποκορ. σημ.) μικρό σαλόνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γέιγερ, Έρικ Γκούσταφ — (Erik Gustav Geijer, Ρανσέτερ 1783 – Στοκχόλμη 1847). Σουηδός ιστορικός, φιλόσοφος, ποιητής και πολιτικός. Αφοσιώθηκε σε ηθικοφιλοσοφικές μελέτες και δημοσίευσε πολυάριθμα δοκίμια, μεταξύ των οποίων τα Ο αληθινός και ο ψεύτικος διαφωτισμός κατά… … Dictionary of Greek
Μουσείο Πόλεως Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1973 από τον πολιτικό και συλλέκτη Λάμπρο Ευταξία. Στεγάστηκε σε ένα νεοκλασικό κτίριο του 1833 (Παπαρρηγοπούλου 5 & 7, Πλατεία Κλαυθμώνος) που ανήκε στον προπάππο του ιδρυτή Σταμάτιο Δεκόζη Βούρο· είναι γνωστό και σαν Παλιό Παλάτι,… … Dictionary of Greek